Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Μακρυκέρατες βουβάλες και στενοκέφαλοι επενδυτές


Είχε αργήσει να έρθει στο ραντεβού στο παραλιακό μπαράκι κοντά στο Λευκό Πύργο όπου είχαμε δώσει ραντεβού για να τα πούμε από κοντά. Το γκαρσόν (ξανθός με γαλανά μάτια) δεν είχε ανταποκριθεί στο κλείσιμο του ματιού μου και το φλερτάρισμα είχε σταματήσει απότομα. Η φράου Ζιμπελίνε (συνήθως ψύχραιμη) είχε αρχίσει να εκνευρίζεται: «Πρέπει να φύγουμε, έχουμε τη συνάντηση στο Καλοχώρι και δεν πρέπει να στήσουμε τους ανθρώπους». Το ραντεβού ήταν με δύο σοβαρούς επιχειρηματίες (έτσι μου είχαν πει) της περιοχής για την αγορά οικοπέδων «πάνω στην θάλασσα».
Όπως είπε και η φράου «ο Zagorιανόγλου μπορεί να περιμένει, μια καλή μπίζνα ποτέ»...
Μέσα από τα φιμέ τζάμια της λιμουζίνας, στο δρόμο προς το Καλοχώρι, έβλεπα τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που ανοίγονταν μπροστά μου: Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αγνης, παρθένας γής ήταν εκεί και περίμεναν τον επενδυτή.
Εκείνο που προκαλούσε εντύπωση ήταν τα δεκάδες κοπάδια βουβαλιών που βοσκούσαν αμέριμνα στο παχύ χορτάρι ενώ κάποιες επαύλεις μαρτυρούσαν τον πλούτο των ιδιοκτητών τους. Όπως μας εξήγησε ο Ινδός οδηγός της λιμουζίνας οι γαιοκτήμονες αυτοί θεωρούνταν από τους πιο πλούσιους του Βορρά. «Φανταστείτε ότι τα βουβάλια τα έχουν κάνει εισαγωγή από το Μέξικο» μας είπε συμπληρώνοντας: «Γι αυτά τα ζωά έχουν πληρώσει μέχρι και ένα εκατομμύριο το κεφάλι». Εντυπωσιάστηκα. Αν και έχω γυρίσει όλο τον κόσμο πουθενά δεν είχα συναντήσει την μακρυκέρατη βουβάλα (έτσι αποκαλούσαν αυτή τη σπάνια ράτσα).
Η λιμουζίνα παρκάριζε στο (γεμάτο από μερσεντές) πάρκινγκ του παραθαλάσσιου ρεστοράν με το όνομα Μπαγκλαντές που βρισκόταν σε μια χερσόνησο καλυμένη από φοινικόδενδρα. Η περιοχή θύμιζε έντονα εξωτικό νησί εκπέμποντας ταυτόχρονα μια βαλκανική αύρα. Οι μυρωδιές της φυσης ήταν μαγευτικές. Εκλεισα τα μάτια και είδα μπροστά μου τα γήπεδα του γκόλφ, τις μαρίνες με τα πολυτελή γιοτ, τα σαλέ με τις πισίνες και τους πολυτελείς ουρανοξύστες...


Είχα ήδη κλείσει τη συμφωνία με τους επιχειρηματίες (μου συστήθηκαν σαν Αιγυπτιώτες) όταν χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Zagorιανόγλου. «Που είσαι; Με έστησες! Θέλω να πάω για λαγάνα και ταραμοσαλάτα…» φώναζε στο τηλέφωνο (ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο). Όταν του είπα ότι ήμουν στο Καλοχώρι για τη μπίζνα με τα οικόπεδα έπεσε από τα σύννεφα: «Μα αυτή είναι βιομηχανική περιοχή και από όσο ξέρω έχει αγοραστεί όλη από τσιγγάνους, Αλβανούς και άλλες εθνότητες των Βαλκανίων με τις οποίες δεν θέλω να έχω σχέση» (πάντα ρατσιστής).
Πίστευα ότι ποτέ δεν ήξερε από μπίζνες. Δεν μπορούσε να δεί την ανάπτυξη. Δεν μπορούσε να δει ότι πίσω από τα άθλια και παρατημένα εργοστάσια, τα ρέματα με τα βοθρολύματα και τους τόνους των μπάζων βρισκόταν το μέλλον του Βορρά. Δεν μπορούσε να δει ότι οι μπαζωμένες εκτάσεις και η επέκταση της παραλίας θα καλύπτονταν από γκαζόν για τα γκολφογήπεδα και ότι στις παράγκες – ταβέρνες θα δημιουργούσαν οι μεγαλύτεροι σεφ της υφηλίου.
Εκλεισα το τηλέφωνο, πέταξα χαρταετό (μαζί με τις υπόλοιπες φυλές) και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Στο ύψος του Πλαταμώνα θυμήθηκα τον Dirladaντίδη και τις επενδύσεις του (είχε αγοράσει όλη την εκταση από τον Ολυμπο εως την παραλία). Αυτός μάλιστα, ήξερε να επενδύει…


Y.Γ. Οι κοπέλες της φωτογραφίας φρουρούσαν τις μακρυκέρατες βουβάλες γιατί όπως μας ενημέρωσαν τα κρούσματα ζωοκλοπών είχαν αυξηθεί ανησυχητικά. Οι ντόπιοι γαιοκτημονες τις είχαν προσλάβει για να φυλάνε τα κοπάδια τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου